νώμα

From LSJ

Ὁ γραμμάτων ἄπειρος οὐ βλέπει βλέπων → Illiterata vita cum oculis caecitas → Wer unkundig im Lesen, sieht und ist doch blind

Menander, Monostichoi, 438

Greek Monolingual

νῶμα, τὸ (Α)
(ιων. συνηρ. τ.) βλ. νόημα.