ξάσιμο

From LSJ

Ἐλευθέρου γάρ ἐστι τἀληθῆ λέγειν → Perhibere vera semper ingenuum decet → Die Wahrheit sagen ist des freien Mannes Art

Menander, Monostichoi, 162

Greek Monolingual

το
η ξάνση, το λανάρισμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ξασ- του ξαίνω (πρβλ. ξάσμα) + κατάλ. -(σ)ιμο (πρβλ. γνέσιμο, κλώσιμο)].