ξανακινώ

From LSJ

ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses

Source

Greek Monolingual

(Μ ξανακινῶ, -άω και ξανακινάγω)
1. κινώ πάλι κάτι, ανακινώ
2. ξεκινώ πάλι, αναχωρώ ξανά.