Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
ξανθέλασμα
Greek Monolingual
το συν. στον πληθ.τα ξανθελάσματα ιατρ.είδος δερματοπάθειας που συνίσταται σε κίτρινες κηλίδες οι οποίες εντοπίζονται στα βλέφαρα, ιδίως στον εσωτερικό τους κανθό. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. πρβλ. αγγλ. xanthelasma(<ξανθός+έλασμα)].