Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
1. αφαιρώ τον αφρό, εξαφρίζω2. μτφ. κλέβω με δόλο ξένα πράγματα, αρπάζω κρυφά.[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ-αφρίζω (βλ. στερ. ξε-), με σίγηση του αρκτ. φωνήεντος].