ξαφρίζω

From LSJ

ἐν ὀνόματι τῆς ἁγίας καὶ ὁμοουσίου καὶ ἀδιαιρέτου Τριάδος → in the name of the Holy and Consubstantial and Indivisible Trinity

Source

Greek Monolingual

1. αφαιρώ τον αφρό, εξαφρίζω
2. μτφ. κλέβω με δόλο ξένα πράγματα, αρπάζω κρυφά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ-αφρίζω (βλ. στερ. ξε-), με σίγηση του αρκτ. φωνήεντος].