ξενόπτερος

From LSJ

Ξενίας ἀεὶ φρόντιζε, μὴ καθυστέρει → Cura hospitalis esse nec in hoc sis piger → Sei stets auf Gastfreundschaft bedacht und säume nicht

Menander, Monostichoi, 396

Greek (Liddell-Scott)

ξενόπτερος: -ον, ὁ ξένα ἔχων πτερά, κολοιὸς ξενόπτερος Κ. Μανασσ. Χρον. 5550.

Greek Monolingual

ξενόπτερος, -ον (Μ)
αυτός που έχει παράξενα φτερά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + -πτερος (< πτερόν), πρβλ. λευκό-πτερος].