ξενόπτερος

From LSJ

Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist

Menander, Monostichoi, 257

Greek (Liddell-Scott)

ξενόπτερος: -ον, ὁ ξένα ἔχων πτερά, κολοιὸς ξενόπτερος Κ. Μανασσ. Χρον. 5550.

Greek Monolingual

ξενόπτερος, -ον (Μ)
αυτός που έχει παράξενα φτερά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + -πτερος (< πτερόν), πρβλ. λευκό-πτερος].