ξιφομαχία

Greek Monolingual

η
η μάχη μεταξύ δύο ή περισσότερων αντιπάλων κατά την οποία μοναδικό όπλο είναι το ξίφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξιφομάχος. Η λ. μαρτυρείται από το 1836 στον Σπ. Ιωαν. Βαλέτα, Ιήτη].