ξυλογαϊδάρα

From LSJ

πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do

Source

Greek Monolingual

η
1. ξύλινο γυμναστικό όργανο, ίππος
2. (υβριστικά) ψηλή, αδύνατη και άχαρη γυναίκα.