οδυνηφόρος

From LSJ

Γαμεῖν δὲ μέλλων βλέψον εἰς τοὺς γείτονας → Quaeris maritus esse? Vicinos vide → Auf deine Nachbarn sieh, wenn du an Hochzeit denkst

Menander, Monostichoi, 103

Greek Monolingual

ὀδυνηφόρος, -ον (Α)
αυτός που επιφέρει πόνο, οδύνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀδύνη + -φόρος].