οκτάφωνος

From LSJ

Κόλαζε τὸν πονηρόν, ἄνπερ δυνατὸς ᾖς → Malum castiga, maxime si sis potens → Den Schurken strafe, wenn du dazu fähig bist

Menander, Monostichoi, 278

Greek Monolingual

οκτάφωνος και οχτάφωνος, -η, -ο
(για μουσική κλίμακα) αυτός που έχει οκτώ φωνές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτα- (βλ. λ. οχτώ) + -φωνος (< φωνή)].