ολιγόστιχος
From LSJ
Κενῆς δὲ δόξης οὐδὲν ἀθλιώτερον → Nihil est inani gloria infelicius → Als leerer Ruhm jedoch ist nichts unseliger
Greek Monolingual
και λιγόστιχος, -η, -ο (ΑΜ ὀλιγόστιχος, -ον)
αυτός που αποτελείται από λίγους στίχους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο)- (βλ. λ. λιγο-) + στίχος.