καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)
-η, -ο (Α ὀλιγόφυλλος, -ον)(για φυτά) αυτός που έχει λίγα φύλα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο)- (βλ. λ. λιγο-) + -φυλλος (< φύλλον)]: