ολοκληρωτισμός

Greek Monolingual

ο
μορφή διακυβέρνησης που θεωρητικά δεν επιτρέπει καμία ατομική ελευθερία και που επιδιώκει να υποτάξει όλες τις πλευρές της ζωής του ατόμου στην εξουσία του κράτους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ολοκληρωτικός + -ισμός, απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. totalitarisme].