Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ολοκληρωτικός

From LSJ

Ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → For he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height

Diodorus Siculus, 4.61.7

Greek Monolingual

-ή, -ό
1. αυτός που συντελεί στην ολοκλήρωση
2. συνολικός, πλήρης τελειωτικός («ολοκληρωτική καταστροφή»)
3. μαθ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μαθηματική ολοκλήρωση ή στο μαθηματικό ολοκλήρωμαολοκληρωτικός λογισμός» — κλάδος τών ανώτερων μαθηματικών ο οποίος μαζί με τον διαφορικό λογισμό αποτελεί τον απειροστικό λογισμό)
4. φρ. α) «ολοκληρωτικό καθεστώς» — ο ολοκληρωτισμός
β) «ολοκληρωτική διάταξη»
κυβερν. μηχανική, υδραυλική, ηλεκτρική ή ηλεκτρονική διάταξη η οποία μετατρέπει ένα μέγεθος εισόδου σε μέγεθος εξόδου ανάλογο προς το ολοκλήρωμα του μεγέθους εισόδου.
επίρρ...
ολοκληρωτικώς και -ά
εντελώς, εξ ολοκλήρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ολοκληρώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1799 στον Νικηφ. Θεοτόκη].