ολοκληρωτικός

From LSJ

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234

Greek Monolingual

-ή, -ό
1. αυτός που συντελεί στην ολοκλήρωση
2. συνολικός, πλήρης τελειωτικός («ολοκληρωτική καταστροφή»)
3. μαθ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μαθηματική ολοκλήρωση ή στο μαθηματικό ολοκλήρωμαολοκληρωτικός λογισμός» — κλάδος τών ανώτερων μαθηματικών ο οποίος μαζί με τον διαφορικό λογισμό αποτελεί τον απειροστικό λογισμό)
4. φρ. α) «ολοκληρωτικό καθεστώς» — ο ολοκληρωτισμός
β) «ολοκληρωτική διάταξη»
κυβερν. μηχανική, υδραυλική, ηλεκτρική ή ηλεκτρονική διάταξη η οποία μετατρέπει ένα μέγεθος εισόδου σε μέγεθος εξόδου ανάλογο προς το ολοκλήρωμα του μεγέθους εισόδου.
επίρρ...
ολοκληρωτικώς και -ά
εντελώς, εξ ολοκλήρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ολοκληρώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1799 στον Νικηφ. Θεοτόκη].