ολόμορφος

From LSJ

τὸ πολὺ τοῦ βίου ἐν δικαστηρίοις φεύγων τε καὶ διώκων κατατρίβομαι → waste the greater part of one's life in courts either as plaintiff or defendant

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
πάρα πολύ όμορφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ολ(ο)- + όμορφος].