ομοζυγώ

From LSJ

Ταμιεῖον ἀνθρώποισι σωφροσύνη μόνη → Magnum horreum est hominibus temperantia → Ihr Vorratsschatz ist Menschen Mäßigung allein

Menander, Monostichoi, 505

Greek Monolingual

ὁμοζυγῶ, -έω (Α) ομόζυγος
(για υποζύγια 1. βρίσκομαι κάτω από τον ίδιο ζυγό
2. φρ. «τὴν εἰρεσίαν ὁμοζυγῶ» — κινώ ταυτοχρόνως τα κουπιά (Ηλιόδ.).