ονοματολάτρες
From LSJ
Ὡς τῶν ἐχόντων πάντες ἄνθρωποι φίλοι → Opulento amicos, quos volunt, omnes habent → Wie sehr sind doch den Reichen alle Menschen Freund
Greek Monolingual
οι
προσωνυμία Ρώσων μοναχών του Αγίου Όρους οι οποίοι δέχονται την ύπαρξη θείας ιδιότητας και σ' αυτό ακόμη το όνομα του Ιησού Χριστού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνομα, -ατος + λάτρης].