οξυτρίφυλλον

From LSJ

Πρὸς εὖ λέγοντας οὐδὲν ἀντειπεῖν ἔχω → Loquenti bene, quod contradicam, habeo nihil → Wenn einer gut spricht, kenn' ich keinen Widerspruch

Menander, Monostichoi, 464

Greek Monolingual

ὀξυτρίφυλλον, τὸ (Α)
τριφύλλι που έχει μυτερά φύλλα.