οξύπετρος

From LSJ

Πένητας ἀργοὺς οὐ τρέφει ῥᾳθυμία → Desidia nescit educare pauperem → Den trägen Armen nährt nicht seine Arbeitsscheu

Menander, Monostichoi, 460

Greek Monolingual

ὀξύπετρος, -ον (Α)
(κατά τον Ησύχ.) αυτός που έχει πολύ αιχμηρές πέτρες («ὀξύπετρος
γῆς ποιὸν εἶδος οἱ γεωργικοί φασιν»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + πέτρα.