οπλοποιός
From LSJ
Διὰ τὰς γυναῖκας πάντα τὰ κακὰ γίγνεται → Mala non videbis fieri nisi per mulieres → Das Leid erwächst uns durch die Frauen allesamt
Greek Monolingual
ο (Α ὁπλοποιός)
(ως ουσ. και ως επίθ.) κατασκευαστής όπλων
νεοελλ.
τεχνολ. κατασκευαστής φορητών, κυρίως, όπλων, όπως είναι τα τυφέκια, τα πιστόλια και τα περίστροφα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὅπλον + -ποιός].