παρελθέτω ἀπ' ἐμοῦ τὸ ποτήριον τοῦτο → spare me this | let this cup pass from me
(I)ὀρρώδης, -ῶδες (Α) όρροςαυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον όρρο, δηλ. στον πρωκτό. (II)-ες, (ΑΜ ὀρρώδης, -ῶδες)βλ. ορώδης (Ι).