ορρώδης

From LSJ

παρελθέτω ἀπ' ἐμοῦ τὸ ποτήριον τοῦτοspare me this | let this cup pass from me

Source

Greek Monolingual

(I)
ὀρρώδης, -ῶδες (Α) όρρος
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον όρρο, δηλ. στον πρωκτό.
(II)
-ες, (ΑΜ ὀρρώδης, -ῶδες)
βλ. ορώδης (Ι).