ορσοδάκνη

Greek Monolingual

ὀρσοδάκνη, ἡ (Α) είδος εντόμου που δαγκώνει και καταστρέφει τους βλαστούς τών φυτών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρρος(-ρσ-) «το άκρο του ιερού οστού, πρωκτός» + δάκνω «δαγκώνω»].