ὀρσοδάκνη
ἔστι δίκης ὀφθαλμός ὃς τά πανθ' ὁρᾶ → there is an eye of justice that sees everything, all-seeing justice
English (LSJ)
ἡ, an insect which eats the buds of plants, perhaps Haltica oleracea, Arist.HA552a30. (The word ὀρσός, bud, is not found.)
German (Pape)
[Seite 387] ἡ, Keimnager, eine Art Erdfloh, der die Keime der Pflanzen abbeißt u. zerstört, Arist. H. A. 5, 19; Hesych.
Russian (Dvoretsky)
ὀρσοδάκνη: ἡ предполож. тля (подгрызающая корни некоторых растений) Arst.
Greek (Liddell-Scott)
ὀρσοδάκνη: ἡ, «ζῳύφιόν τι ἐν τῇ κράμβῃ γινόμενον» (Ἡσύχ.) (Haltica oleracea, Sundevall), Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 19, 21. (Ἡ λέξις ὀρσός, βλάστημα δὲν εἶναι ἐν χρήσει).
Greek Monolingual
ὀρσοδάκνη, ἡ (Α) είδος εντόμου που δαγκώνει και καταστρέφει τους βλαστούς τών φυτών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρρος(-ρσ-) «το άκρο του ιερού οστού, πρωκτός» + δάκνω «δαγκώνω»].
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: name of an insect which eats the buds of plants (Arist. H.A. 552a).
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: Gil Fernandez, Insectos 140. The word wil contain ὄρρος (ρσ) and δάκνω.