αἰψηρὸς δὲ κόρος κρυεροῖο γόοιο (Odyssey 4.103) → satiety in grief comes soon
ὀστολόγος, -ον (Α)1. αυτός που συλλέγει τα οστά νεκρού ο οποίος έχει υποβληθεί στη διαδικασία της καύσης2. ως κύριο όν. Ὀστολόγοιτίτλος τραγωδίας του Αισχύλου.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀστέον / ὀστοῦν + -λόγος].