ουρανόχρωμος

From LSJ

τίνας ἀπέκτεινας, ὦ ἀφρονεστάτη θύγατερ; → You are completely out of your mind, daughter! Who are those you have killed?

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
αυτός που έχει το χρώμα του ουρανού, ουρανόχρους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ουρανο- + χρώμα].