ουρανόχρους
From LSJ
συνερκτικός γάρ ἐστι καὶ περαντικός, καὶ γνωμοτυπικὸς καὶ σαφὴς καὶ κρουστικός, καταληπτικός τ' ἄριστα τοῦ θορυβητικοῦ → he's intimidative, penetrative, aphoristically originative, clear and aggressive, and superlatively terminative of the obstreperative
Greek Monolingual
-ουν (Α οὐρανόχρους, -ουν και -οος, -οον και οὐρανόχρως, -ων)
αυτός που έχει το χρώμα ή τη φωτεινότητα του ουρανού, γαλάζιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ουρανο- + χρώς, χροός «επιδερμίδα» (πρβλ. θαλασσόχρους)].