οφθαλμοαντίδραση

Greek Monolingual

και οφθαλμαντίδραση, η
διαγνωστική δοκιμασία που γίνεται με την ενστάλαξη μικρής ποσότητας αραιού διαλύματος μιας ουσίας στο μάτι.