Λύπην γὰρ εὔνους οἶδε θεραπεύειν λόγος → Sanare luctum scit benevola oratio → Betrübnis weiß zu heilen ein geneigtes Wort
ὀφιοπρόσωπος, -ον (Α)(αμφβλ. γρφ.) αυτός που έχει πρόσωπο φιδιού.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄφις, -ιος + πρόσωπον.