οὔδωρ

From LSJ

αἰψηρὸς δὲ κόρος κρυεροῖο γόοιο (Odyssey 4.103) → satiety in grief comes soon

Source

Greek (Liddell-Scott)

οὔδωρ: Βοιωτ. = ὕδωρ κατὰ τοὺς γραμματικούς, πρβλ. Meister. I. 252.