πάλλικες

From LSJ

Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχειFelix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt

Menander, Monostichoi, 340

Greek Monolingual

πάλλικες, οἱ (Μ)
νεαροί που προσλαμβάνονταν από τους αξιωματικούς και τους στρατιώτες του βυζαντινού στρατού, οι οποίοι τους συντηρούσαν ως υπηρέτες, αλλ. παλληκάρια, παίδες, ζάγδαροι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Διαφορετική γρφ. του τ. πάλλαξ / πάλληξ.