πάλλικες

From LSJ

Πανήγυριν νόμιζε τόνδε τὸν βίον → Mercatum crede tempus hoc, quod vivitur → Als eine Festversammlung sieh dies Leben an

Menander, Monostichoi, 444

Greek Monolingual

πάλλικες, οἱ (Μ)
νεαροί που προσλαμβάνονταν από τους αξιωματικούς και τους στρατιώτες του βυζαντινού στρατού, οι οποίοι τους συντηρούσαν ως υπηρέτες, αλλ. παλληκάρια, παίδες, ζάγδαροι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Διαφορετική γρφ. του τ. πάλλαξ / πάλληξ.