πάμποτε

From LSJ

τά γε μὰν λίνα πάντα λελοίπει ἐκ Μοιρᾶν → but all the thread granted him by the Fates had run out

Source

Greek (Liddell-Scott)

πάμποτε: πάντοτε, Κ. Πορφυρογ. Ἔκθ. Βασ. Τάξ. 446, 17.

Greek Monolingual

πάμποτε (Μ)
επίρρ. βλ. πάντοτε.