πάμπροσθε

From LSJ

Μετὰ δικαίου ἀεὶ διατριβὰς ποιοῦ (Μετὰ δικαίωντὰς διατριβὰς ποιοῦ) → Cum iustis semper versare in eodem loco → Mit den Gerechten pflege Umgang immerfort

Menander, Monostichoi, 367

Russian (Dvoretsky)

πάμπροσθε: v. l. παμπρόσθη adv. много раньше, прежде, давно (Aesch. - v. l. παμπορθῆ от παμπορθής).