παγκάκιστος
Greek Monolingual
-η, -ο (Μ παγκάκιστος, -ον)
1. (κυρίως σε συναξάρια για τον διάβολο) γεμάτος κακία, μοχθηρός
2. προσωνυμία μερικών αυτοκρατόρων ή αρχόντων του Βυζαντίου οι οποίοι υπήρξαν διώκτες του χριστιανισμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + κάκιστος].
German (Pape)
Superlat. zu πάγκακος; Soph. Ant. 742; Eur. Suppl. 529, Med. 465; auch Luc. Demon. 56.