παγκλέιστος

Greek Monolingual

παγκλέϊστος, -ον (Μ)
1. αυτός που έχει όλες τις δόξες, πολύ ένδοξος, πανένδοξος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ παγκλέϊστον
η ιδιότητα του παγκλέϊστου («τὸ παγκλέϊστον τῆς τῶν Ῥωμαίων βασιλείας», Νικ. Χωνιάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + κλεϊστός (< κλεΐζω)].