παιδοπνίκτρια
From LSJ
πάλαι ποτ' ἦσαν ἄλκιμοι Μιλήσιοι → the Milesians were mighty once
Greek (Liddell-Scott)
παιδοπνίκτρια: ἡ, ἡ τοὺς παῖδας πνίγουσα, Ἀνων. διηγήσ. ἐν Σάθ. Μεσ. Βιβλ. τ. Ε΄, σ. 575 (ἐν σημ.)
Greek Monolingual
παιδοπνίκτρια, ἡ (Μ)
αυτή που πνίγει τα παιδιά, παιδοκτόνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παῖς, παιδός + πνίκτρια (< πνίγω)].