Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
παλιοπαρέα
Greek Monolingual
η 1.παρέα από ανυπόληπτα άτομα 2.συντροφιά ατόμων τα οποία είναι δεμένα μεταξύ τους με μακροχρόνιους φιλικούς δεσμούς. [ΕΤΥΜΟΛ.<παλι(ο)- (βλ.λ. παλαιο-) +παρέα].