συντροφιά
From LSJ
Γυνὴ γυναικὸς πώποτ' οὐδὲν διαφέρει → Nihil propemodum mulier distat mulieri → Zwischen erster Frau und zweiter ist kein Unterschied
Greek Monolingual
η / συντροφιά, ΝΜΑ σύντροφος
σχέση, συναναστροφή (α. «μού λείπει η συντροφιά της» β. «ἡ πρὸς ἡμᾶς συντροφία», Στράβ.)
νεοελλ.
1. όμιλος φίλων, φιλική ομήγυρη, παρέα («και δε θα μέ μακρύνετε από τη συντροφιά σας», Ερωτόκρ.)
2. συνεταιρισμός, οικονομική συνεργασία
3. (κυρίως στον λόγιο τ. συντροφιά) συνέταιρος ή συνέταιροι που δεν αναφέρονται ονομαστικά στην επωνυμία μιας εταιρείας («Οίκος Οικονομόπουλος και συντροφιά»)
4. επίρρ. α) μαζί, αντάμα
β) εταιρικώς, συνεταιρικά
5. φρ. «κρατώ συντροφιά» — συντροφεύω κάποιον
μσν.
γνωριμία
αρχ.
1. κοινή ανατροφή
2. (ποιητ.) θρέμμα.