παλλακεύω
English (LSJ)
A to be a concubine, esp. for ritual purposes, Str.17.1.46, BCH7.276 (Tralles): generally, τῷ Μιθριδάτῃ Str.13.4.3:—more freq. in Med. and Pass.,
1 keep as a concubine, Hdt.4.155.
2 Pass., to be a concubine, Plu.Them.26; τινι to one, Id.Fab.21, Art.26.
Greek Monolingual
παλλακεύω (Α) παλλακή
1. (ενεργ. και μέσ.) α) είμαι παλλακίδα για λόγους ιεροτελεστικούς
β) είμαι παλλακίδα κάποιου
2. μέσ. (για άνδρες) έχω μία γυναίκα ως παλλακίδα («Φρονίμην παραλαβών... ἐπαλλακεύετο», Ηρόδ.)
3. παθ. (για γυναίκα) συμβιώνω με κάποιον ως παλλακίδα.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παλλακεύω [παλλακή] meestal med. als concubine nemen pass. concubine zijn, met dat. van iem.