παλλακίδα
From LSJ
τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)
Greek Monolingual
η (ΑΜ παλλακίς, -ίδος)
γυναίκα που συμβιώνει με άνδρα χωρίς επίσημο γάμο, σε αντιδιαστολή και προς τη νόμιμη σύζυγο και προς την εταίρα («παλλακίδος... τὴν αὐτὸς φιλέεσκεν, ἀτιμάζεσκε δ' ἄκοιτιν», Ομ. Ιλ.)
αρχ.
ιέρεια που παλλακευόταν για λόγους ιεροτελεστικούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. του παλλακή, πιθ. υποκοριστικός, με επίθημα -ίς, -ίδος].