[Seite 459] ganz in Ehren, sehr geehrt, Eust. u. a. Sp.
πᾰνέντῑμος: -ον, πάνυ ἔντιμος, Εὐστ. Πονημ. 336. 77, κλ.
-ον, Μεξαιρετικά έντιμος, εντιμότατος.[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + ἔντιμος.