πανδίκαιος
From LSJ
Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile
Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile
-ον, Μ
ο δίκαιος σε όλα, δικαιότατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + δίκαιος.