παραζάλη

From LSJ

κνέφας δὲ τέμενος αἰθέρος λάβῃ → and darkness had covered the region of the sky

Source

Greek Monolingual

η
1. μεγάλη ζάλη, σύγχυση, (ανα)ταραχή
2. παροιμ. «ο λύκος στην παραζάλη χαίρεται» — οι επιτήδειοι επωφελούνται από τις (ανα)ταραχές.