παρασπονδώ

From LSJ

Κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → Death is better than a life of misery → Satius mori quam calamitose vivere → Der Tod ist besser als ein Leben in der Not

Menander, Monostichoi, 296

Greek Monolingual

παρασπονδῶ, -έω, ΝΑ παράσπονδος
παραβαίνω, παραβιάζω συνθήκες, αθετώ συμφωνία
αρχ.
1. καταπατώ συνήθειες και έθιμα
2. προδίδω την πίστη που οφείλω σε κάποιον
3. (σχετικά με λατρευτικά είδωλα) βλασφημώ, προσβάλλω
4. φρ. «παρασπονδῶ πίστεις (δεξιάς)» — παραβιάζω υποσχέσεις που επισφραγίστηκαν με όρκο (Διον. Αλ.)
5. (κατά τον Ησύχ.) «παρεσπονδημένοι
έκθεσμοι, παρηνομημένοι».