παρδέχομαι

From LSJ

Πολλοῖς ὁ Δαίμων, οὐ κατ' εὔνοιαν φέρων, / Μεγάλα δίδωσιν εὐτυχήματ' ... (Euripides) → God brings great good fortune to many, not out of good will,...

Source

Greek (Liddell-Scott)

παρδέχομαι: παρ-δίδωμι, ποιητ. ἀντὶ παρα-.

Greek Monolingual

Α
(ποιητ. τ.) βλ. παραδέχομαι.