οἱ ὧδε χέζοντες εἰς ὥρας μὴ ἔλθοιεν → a curse on those who relieve themselves here, a curse on those who shit here
-έω, Ατυλίγω γύρω από κάτι.[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + εἰλῶ «περιτυλίγω»].