παρενήνοθε

English (LSJ)

= παράκειται, ἡμετέρη… τοίη π. μῆτις A.R.1.664; of. ἐνήνοθε.

German (Pape)

[Seite 516] dabei oder daran sein, daran haften; Ap. Rh. 1, 664 ἡμετέρη μέν νυν τοίη παρενήνοθε μῆτις, unser Ratschluß war dabei ein solcher; Orph. Lith. 628 εἰ κρυερὸς μάρπτων πυρετὸς παρενήνοθε γυίοις. Vgl. ἐπενήνοθε u. κατενήνοθε.

Greek (Liddell-Scott)

παρενήνοθε: ἴδε ἐνήνοθε.

Greek Monolingual

Α
(γ' εν. πρόσ. παρακμ. με σημ. ενεστ.) παράκειται.

Greek Monotonic

παρενήνοθε: βλ. ἐνήνοθε.