κατενήνοθε
From LSJ
German (Pape)
[Seite 1395] (vgl. ἐπενήνοθε u. παρενήνοθε), es war darauf, haftete darauf, daran; κόνις κατενήνοθεν ὤμους, Staub lag auf den Schultern, Hes. Sc. 269; κόμαι κατενήνοθεν ὤμους H. h. Cer. 280, die Haare bedeckten die Schultern.
Russian (Dvoretsky)
κατενήνοθε: (3 л. pf.) находиться, покрывать (κόμαι κατενήνοθεν ὤμους HH; κόνις κατενήνοθεν ὤμους Hes.).
Greek (Liddell-Scott)
κατενήνοθε: ἴδε ἐν λ. ἐνήνοθε (πρβλ. ἐπενήνοθε καὶ παρενήνοθε), κατέτρεχε, ἐπέτρεχε, κόνις κ. ὤμους Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 269· ξανθὴ κόμη κ. ὤμους Ὁμ. Ὕμν. Δήμ. 280.
Greek Monotonic
κατενήνοθε: βλ. ἐνήνοθε II.