παρθενογέννητος

From LSJ

ὁ ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends

Source

Greek (Liddell-Scott)

παρθενογέννητος: -ον, = τῷ προηγ., Λεόντ. Βυζάντ. Ι, 1716 Α.

Greek Monolingual

-ον, Μ
παρθενογενής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρθένος + γεννῶ].