παρθενογέννητος
Greek (Liddell-Scott)
παρθενογέννητος: -ον, = τῷ προηγ., Λεόντ. Βυζάντ. Ι, 1716 Α.
Greek Monolingual
-ον, Μ
παρθενογενής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρθένος + γεννῶ].
παρθενογέννητος: -ον, = τῷ προηγ., Λεόντ. Βυζάντ. Ι, 1716 Α.
-ον, Μ
παρθενογενής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρθένος + γεννῶ].