παρθενογενής

From LSJ

μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)

Source

German (Pape)

[Seite 521] ές, von der Jungfrau geboren, K. S.

Greek (Liddell-Scott)

παρθενογενής: -ές, ὁ ἐκ παρθένου γεννηθείς, Τιμόθ. Ἱεροσ. 245Β.

Greek Monolingual

-ές, Μ
αυτός που γεννήθηκε από παρθένο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρθένος + -γενής (< γένος < γίγνομαι)].