παρθενογενής
From LSJ
ἀλλ᾽ ἀμφὶ τοῖς σφαλεῖσι μὴ 'ξ ἑκουσίας ὀργὴ πέπειρα → to those who err in judgment, not in will, anger is gentle | men's wrath is softened toward those who have erred unwittingly
ἀλλ᾽ ἀμφὶ τοῖς σφαλεῖσι μὴ 'ξ ἑκουσίας ὀργὴ πέπειρα → to those who err in judgment, not in will, anger is gentle | men's wrath is softened toward those who have erred unwittingly
[Seite 521] ές, von der Jungfrau geboren, K. S.
παρθενογενής: -ές, ὁ ἐκ παρθένου γεννηθείς, Τιμόθ. Ἱεροσ. 245Β.
-ές, Μ
αυτός που γεννήθηκε από παρθένο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρθένος + -γενής (< γένος < γίγνομαι)].