παρθενοποιός
From LSJ
διὰ λαμπροτάτου βαίνοντες ἁβρῶς αἰθέρος → passing lightly through clear-shining air (Euripides, Medea 829)
Greek Monolingual
-όν, Μ
αυτός που καθιστά κάποιον ή κάτι παρθένο («παρθενοποιὸς τῶν ψυχῶν», Κύριλλ. Ιεροσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρθένος + -ποιός].